- συνδρομή
- η, ΝΜΑ1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.)2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομονεοελλ.1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου ή ως τίμημα δικαιώματος συμμετοχής σε κάτι ή και ως αντάλλαγμα αντιπαροχής («συνδρομή για την αποπεράτωση ναού»)2. (ειδικά) α) εισφορά χρημάτων που καταβάλλεται κατά διαστήματα για τους σκοπούς μιας οργάνωσης από τα μέλη της («συνδρομή τών μελών τού κόμματος»)β) τακτική καταβολή χρημάτων σε περιοδικό έντυπο που παρέχει στον συνδρομητή τη δυνατότητα αλλά και το δικαίωμα να τό προμηθεύεται κατά προτεραιότητα, μέσω ταχυδρομείου στην κατοικία του, και, συχνά, με έκπτωσηνεοελλ.-μσν.1. (γενικά) χρηματική παροχή για βοήθεια, ελεημοσύνη («η συνδρομή τών εύπορων πολιτών για τους φτωχούς και αδύνατους»)2. αρωγή, βοήθεια ή και συνεργασία («χωρίς τη συνδρομή σου δεν θα κατάφερνα τίποτα»)μσν.-αρχ.εκκλ. η ενιαία φύση τού Ιησού Χριστούαρχ.1. θορυβώδης συνάθροιση πλήθους ανθρώπων2. ιατρ. α) συστολή μυόςβ) ακροβυστίαγ) (κατά τον Ιπποκρ.) το σύνδρομο3. συνδυασμός, ένωση4. (ρητ.) προσωρινή παραδοχή τού επιχειρήματος τού αντιπάλου ή, κατ' άλλους, συνεννόηση που σκοπό έχει τη βλάβη ενός τρίτου, συνωμοσία5. συμπέρασμα6. σαρκική επαφή, συνουσία7. βίαιη προσβολή, επίθεση8. έντονη προσπάθεια9. φρ. «ἀπὸ συνδρομῆς» — με θόρυβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δρομή «τρέξιμο» (< δραμεῖν, απαρμφ. αορ. β' τού ρ. τρέχω), πρβλ. παρα-δρομή. Η λ. αποτελεί εκφραστικό τής ρηματ. ενέργειας τού ρ. συντρέχω].
Dictionary of Greek. 2013.